Русско-новогреческий словарь - течение
Перевод с русского языка течение на греческий
с
1. (действие) ἡ ροή, ἡ πορεία:
~ мыслей ἡ ροή (или πορεία) τῶν-σκέψεων ~ болезни ἡ πορεία τής ἀρρώστιας·
2. (ток, струя) τό ρέμα, τό ρεδ-μα, ὁ ροῦς:
морское ~ τό θαλασσινό ρεῦμα· воздушное ~ τό ρεδμα τοῦ ἀέρος· быстрое ~ τό δυνατό ρεδμα· плыть по ~ю прям., перен ἀκολουθώ τό ρεδμα· идти против ~я прям., перен πηγαίνω ἐνάντια στό ρεδμα· вверх по ~ю ἀνάρ-ρεμα τοῦ ποταμοὔ· вниз по ~ю μέ τό ρεδμα τοῦ ποταμοῦ·
3. перен (направление) τό ρεύμα; ~ в науке ἐπιστημονικό ρεῦμα· ◊ в ~ ἐπί, στή διάρκεια, διαρ-κοῦντος, κατά τή διάρκεια· в ~ дня στή διάρκεια τής ήμέρας, ἐντός τής ἡμέ-ρας· в ~ месяца μέσα σ' ἐναν μήνα· с ~ем времени μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, μέ τόν καιρό· в ~ трех часов μέσα σέ τρεις ὠρες· в ~ всей беседы... σ' ὅλη τή διάρκεια τής συζήτησης...